- παρακεκαλυμμένον
- παρακαλύπτωcover by hanging something besideperf part mp masc acc sgπαρακαλύπτωcover by hanging something besideperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακαλύπτω — Α (συν. μέσ.) παρακαλύπτομαι 1. καλύπτω κάτι κρεμώντας κάτι άλλο μπροστά του, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω 2. καλύπτω το πρόσωπο κάποιου 3. αδιαφορώ 4. μτφ. υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ αὐτοῡ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ ῥῆμα]», ΚΔ) … Dictionary of Greek